μονοτονίας

μονοτονίας
μονοτονίᾱς , μονοτονία
sameness of tone
fem acc pl
μονοτονίᾱς , μονοτονία
sameness of tone
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …   Dictionary of Greek

  • Βλαμένκ, Μορίς ντε- — (Maurice de Vlaminck,Παρίσι 1876 – Ρουέγ λα Γκαντελιέρ 1958). Γάλλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, ο Β. γνώρισε το 1900 στο Σατού τον Α. Ντερέν και μοιράστηκε μαζί του το εργαστήριό του. Η προτίμηση για το καθαρό χρώμα που εκδηλώνεται και στους δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”